- τεκνοφάγος
- -ον, Α(για τον Κρόνο) αυτός που τρώει τα παιδιά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεκνοφάγος — eating his children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκνοφάγον — τεκνοφάγος eating his children masc/fem acc sg τεκνοφάγος eating his children neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
τεκνοφαγία — ἡ, ΜΑ [τεκνοφάγος] το να τρώει κανείς τα παιδιά του … Dictionary of Greek
τεκνοφαγώ — έω, Μ [τεκνοφάγος] τρώω τα παιδιά μου … Dictionary of Greek
ՄԱՆԿԱԿԵՐ — (ի, աց.) NBH 2 0204 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 13c, 14c ա. τεκνοφάγος liberorum devorator. Կերօղ զիւր մանուկ՝ զզաւակ. *Իրք մանկակեր կանանցն ʼի սովի. Նախ. ՟դ. թագ.: *Ոմանք զմանկակեր կինն ասեն պղծութիւն աւերածին. Մեկն. ղկ.: եւ Երզն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՐԴԵԿԵՐ — (ի, աց.) NBH 2 0528 Chronological Sequence: Unknown date ա. τεκνοφάγος liberorum devorator. (մակդիր կռոնոսի.) Կերօղ զորդիս իւր, իրօք կամ նմանութեամբ. *Քարկոծեցէ՛ք զորդեկեր եւ զչար գազանս. Վրք. հց. ՟Ժ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)